ἀσαφεστέρα

ἀσαφεστέρα
ἀσαφεστέρᾱ , ἀσαφής
indistinct
fem nom/voc/acc comp dual
ἀσαφεστέρᾱ , ἀσαφής
indistinct
fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀσαφέστερα — ἀσαφής indistinct neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαφεστέρας — ἀσαφεστέρᾱς , ἀσαφής indistinct fem acc comp pl ἀσαφεστέρᾱς , ἀσαφής indistinct fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσαφεστέραν — ἀσαφεστέρᾱν , ἀσαφής indistinct fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορεαλισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σημαντικότερη παραγωγή του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πολυάριθμες υπήρξαν αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες να τοποθετηθεί από κριτική άποψη ο ν., να καθοριστούν τα όριά του με ακρίβεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”